Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἡμᾶς ἐφελκόμενοι

См. также в других словарях:

  • προσεμβάλλω — Α [ἐμβάλλω] 1. ρίχνω ή τοποθετώ επιπροσθέτως κάτι μέσα σε κάτι άλλο (α. «οὗτοι αὐτοί τε ὥσπερ εἴς τινα δίνην ἐμπεσόντες κυκῶνται καὶ ἡμᾱς ἐφελκόμενοι προσεμβάλλουσι», Πλάτ. β. «... καὶ κρίθινον πίτυρον προσεμβάλλουσιν», Διόδ.) 2. εισέρχομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»